накинуть - translation to πορτογαλικά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

накинуть - translation to πορτογαλικά


накинуть      
(кинуть поверх) cobrir ; (небрежно надеть) pôr , vestir ; (резким движением надеть петлю и т.п.) pôr , lançar ; (набавить) aumentar ; (цену) majorar (Bras.)
pôr o sobretudo nos ombros      
накинуть пальто
pôr o sobretudo nos ombros      
накинуть пальто

Ορισμός

накинуть
1. сов. перех.
1) Однокр. к глаг.: накидывать (2*).
2) см. также накидывать (2*).
2. сов. перех. разг.
1) Однокр. к глаг.: накидывать (4*).
2) см. также накидывать (4*).
Παραδείγματα από το σώμα κειμένου για накинуть
1. Например, попросить его накинуть на меня пальто...
2. Если нужно узнать количественное содержание компонентов, придется еще накинуть.
3. Накинуть петлю ременного аркана на рога оленя - нелегкая задача.
4. Один из велосипедов удается накинуть, как серсо, на фонарный столб.
5. И не надо пытаться на журналистов накинуть уздечку через суды.